- ψηφοειδής
- -ές, Α1. όμοιος με ψηφίδα2. γεμάτος ψηφίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηφοειδής — pebbly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek